- βαρυπνείων
- βαρυπνείων, ο (Α)φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» — άνεμοι που φυσούν δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυπνείοντας — βαρυπνείων blowing fiercely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυπνείοντες — βαρυπνείων blowing fiercely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek